πύραθος

πύραθος
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) (κυρίως στον πληθ.) οἱ πυραθοι
βλ. σπύραθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυράθοισι — πύραθος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυράθου — πύραθος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύραθοι — πύραθος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπύραθος — και πύραθος, ὁ, ἡ, Α στρογγυλή, σπειροειδής κοπριά, ιδίως τών αιγοπροβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων με επίθημα θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος), που μαρτυρείται και χωρίς αρκτικό σ (πρβλ. πύραθος), αλλά και με δασύ… …   Dictionary of Greek

  • πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… …   Dictionary of Greek

  • sp(h)er-3 —     sp(h)er 3     English meaning: cattle excrements     Deutsche Übersetzung: in Worten for die Mistkũgelchen von Ziegen and Schafen , also Pille, Ball ũberhaupt (letzteres erst through Ü bertragung?)     Material: Gk. σφυράς (Att.), σπυράς,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”